-
1 κατ-ίσχω
κατ-ίσχω (s. ἴσχω), p. auch καταΐσχω, = κατέχω; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται (νῆσος) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. ἀνίσχω.
-
2 κατισχω
Hom. καταΐσχω (= κατέχω См. κατεχω)1) спускаться, сходить2) сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе(γυναῖκα νέην Hom.)
3) занимать(ὅλον τὸ σμῆνος Arst.)
; pass. быть занятым(οὔτε ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἥ νῆσος - οὔτ΄ ἀρότοισιν Hom.)
4) направлять, вести(νῆα ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.)
-
3 κατίσχω
A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321;τὰς νέας Hdt.2.115
;θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14
:—[voice] Med., keep by one,γυναῖκα νέην.., ἥν τ' αὐτὸς.. κατίσχεαι Il. 2.233
.II possess, occupy,οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122
, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA 626b18.III = κατέχω A. IV,ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456
, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57.IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28.2 of ships, put in, Th.7.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατίσχω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский